- ἰθυτενῶς
- ἰθυτενήςstraightadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυτενής — ἰθυτενής, ές (Α) 1. ευθυτενής, ευθύς 2. όρθιος, κάθετος. επίρρ... ἰθυτενῶς (Μ) κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τενης (< *τένος, το < τείνω), πρβλ. αλι τενής, ευθυ τενής] … Dictionary of Greek